- πεντεκαιεικοστός
- -ή, -όν, Ααυτός που σε μια σειρά κατέχει την εικοστή πέμπτη θέση, ο εικοστός πέμπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιείκοσι + κατάλ. -(σ)τος (πρβλ. ογδοηκο-στός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντεκαιεικοστός — twenty fifth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιεικοστῆς — πεντεκαιεικοστός twenty fifth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)